- παραγναθίδα
- ησυνηθέστ. πληθ. παραγναθίδες, οι φαβορίτες, αλλ. μπαρμπέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
παραγναθίδιος — α, ο / παραγναθίδιος, ον, ΝΜ [παραγναθις, ίδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραγναθίδες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραγναθίδιο τμήμα τού χαλινού τών αλόγων το οποίο ανέρχεται από το άκρο τού στόματος μέχρι το πάνω τμήμα τής κεφαλής μσν.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek